- περίχρισμα
- τὸ, Α [περιχρίω]περιάλειμμα, αλοιφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίχρισμα — ointment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχρίσμασι — περίχρισμα ointment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχρίσματα — περίχρισμα ointment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)